- ἐπανῆκε
- ἐπανήκωto have come backimperf ind act 3rd sg (ionic)ἐπανίημιlet loose ataor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπάνηκε — ἐπανήκω to have come back pres imperat act 2nd sg (ionic) ἐπανήκω to have come back imperf ind act 3rd sg (ionic) ἐπανίημι let loose at aor ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάνηκ' — ἐπάνηκε , ἐπανήκω to have come back pres imperat act 2nd sg (ionic) ἐπάνηκε , ἐπανήκω to have come back imperf ind act 3rd sg (ionic) ἐπάνηκα , ἐπανίημι let loose at aor ind act 1st sg (ionic) ἐπάνηκε , ἐπανίημι let loose at aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανήκω — ἐπανήκω (AM) [ήκω] επιστρέφω (α. «ὁ δὲ Ἅγιος μικρὸν ὑποχωρήσας... ἐπανήκε», Μηναία β. «ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῡ», ΠΔ) … Dictionary of Greek
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek